κατεψευσμένα

κατεψευσμένα
καταψεύδομαι
tell lies against
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κατεψευσμένᾱ , καταψεύδομαι
tell lies against
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κατεψευσμένᾱ , καταψεύδομαι
tell lies against
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατεψευσμένας — κατεψευσμένᾱς , καταψεύδομαι tell lies against perf part mp fem acc pl κατεψευσμένᾱς , καταψεύδομαι tell lies against perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”